> Voliotaki: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής


γιαλαντζί [jalandzí] Ε (άκλ.) : 1. για ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και ρύζι. 2. (οικ., ειρ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν είναι αυθεντικό, γνήσιο.

[τουρκ. yalancι (dolma) `“ψεύτικος” ντολμάς΄]


ΚΙ ΕΣΥ ΡΕ ΚΟΥΜΙΩΤΗ ΕΙΣΑΙ ΣΤΟ ΜΠΑΛΑΟΥΡΟ;
Η Μ Α Ρ Τ Ο Ν    Θ Ε Ε  Μ Ο Υ