γιαλαντζί [jalandzí] Ε (άκλ.) : 1. για ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και ρύζι. 2. (οικ., ειρ.) για να δηλώσουμε ότι κτ.
δεν είναι αυθεντικό, γνήσιο.
[τουρκ. yalancι (dolma) `
“ψεύτικος” ντολμάς΄]
ΚΙ ΕΣΥ ΡΕ ΚΟΥΜΙΩΤΗ ΕΙΣΑΙ ΣΤΟ ΜΠΑΛΑΟΥΡΟ;
Η Μ Α Ρ Τ Ο Ν Θ Ε Ε Μ Ο Υ