Η κυβέρνηση τις τελευταίες μέρες εμφανίζεται ως ο σκληρός διαπραγματευτής με τους αξιωματούχους της τρόικας για το περιεχόμενο του τρίτου κατά σειρά επικαιροποίησης μνημονίου.
Η ουσία που έχουν αυτές οι διαβουλεύσεις συμπυκνώνεται στη φράση που έγινε γνωστή κατά τη διάρκεια συνάντησης των ελεγκτών του ΔΝΤ και των Βρυξελλών με τους υπουργούς: «Aς προσέχατε τι υπογράφατε», διαμήνυσαν στα κυβερνητικά στελέχη, διαλύοντας τους μύθους της προπαγάνδας του Μαξίμου για επίπονες διαπραγματεύσεις.
Το κλιμάκιο της Τρόικας όχι μόνο δεν δέχθηκε τις αλλαγές που πρότεινε το οικονομικό επιτελείο αλλά επέβαλε σκληρούς όρους στο νέο μνημόνιο επισπεύδοντας τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής για δραστικές μειώσεις στο μέτωπο των δαπανών.
Οι μετατάξεις προσωπικού από τις ΔΕΚΟ στο Δημόσιο, που ήταν μία βασική κυβερνητική επιλογή, ακυρώνεται στην πράξη καθώς κάθε μετακίνηση θα θεωρείται πρόσληψη και θα εμπίπτει στον περιορισμό του ενός διορισμού για κάθε πέντε αποχωρήσεις. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι χιλιάδες υπάλληλοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα θα υποχρεωθούν σε απόλυση, παρά τις διαβεβαιώσεις υπουργών για το αντίθετο.
Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και για το θέμα των συμβάσεων. Το μνημόνιο είναι σαφές: Oι επιχειρησιακές συμβάσεις θα μπορούν να υπερισχύουν των κλαδικών και αυτό που εξασφάλισε η κυβέρνηση δεν ήταν να ακυρωθούν οι επαχθείς εργασιακοί όροι αλλά να υπάρξει ένας διάλογος εξπρές με τους κοινωνικούς εταίρους, χωρίς όμως να αλλάζει η ουσία των ρυθμίσεων.
Οι «διαπραγματεύσεις» που προβάλλει τώρα το Μέγαρο Μαξίμου για την προστασία των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων θα είχαν αποτελέσματα εφόσον είχαν διεξαχθεί πριν από την υπογραφή του μνημονίου.
Τώρα πλέον είναι αργά για δάκρυα, ειδικά από την πλευρά της κυβέρνησης.