Toυ Λευτέρη Κατσαλή
Πριν από ενενήντα χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες ιδρύουν τη Νίκη Βόλου. Άνθρωποι που έχασαν τον κόσμο τους, τις ζωές τους, τους ανθρώπους τους σε μια στιγμή, στοιβάχτηκαν στα μέρη αυτά γύρω από εκεί που τώρα δεσπόζει η Ευαγγελίστρια.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς, πόσο μάλλον να καταλάβει τις συνθήκες στις οποίες εκείνοι οι άνθρωποι έζησαν και ρίζωσαν στη Νέα Ιωνία. Φτώχεια, αγώνας για την επιβίωση και δυστυχώς περιφρόνηση από τους ντόπιους. Και σε κάθε αναποδιά της νέας πατρίδας τους αυτοί πάντα να πληρώνουν δυσανάλογο τίμημα. Κατοχή, εμφύλιος, μετανάστευση, ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης η ανεργία σπάει ρεκόρ στη Νέα Ιωνία.
Η Νίκη δεν φτιάχτηκε για να γίνει πρωταθλήτρια. Φτιάχτηκε για να δίνει διέξοδο στην σκληρή καθημερινότητα, να δίνει ελπίδα και όνειρα. Οι φίλοι της το γνωρίζουν αυτό καλά. Για τούτο η ομάδα αυτή που έφτασε μέχρι τα τάρταρα τόσες φόρες έμεινε όρθια στις καρδιές μας. Για αυτό υπήρχαν άνθρωποι που την ακολουθούσαν και στο πιο μικρό χωριό, σε κάθε δύσκολη στιγμή. Για αυτό και κανείς δεν αποφάσισε ποτέ να της αλλάξει όνομα, έδρα, πόλη. Για αυτό τόσοι πολλοί άνθρωποι από όλη την Ελλάδα χάρηκαν μαζί μας.
Έτυχε αυτή τη σπουδαία χρονιά να βρίσκομαι στη διοίκηση της ομάδας μας. Δεν μπορώ να περιγράψω τα αισθήματα της προηγούμενης Κυριακής. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν ότι ο παππούς ο Λευτέρης, εκεί πάνω που είναι, θα φοράει τα γάντια του τερματοφύλακα που φορούσε και τότε και θα χαμογελά. Θα προσπαθήσω το χαμόγελο του να διαρκέσει όσο πιο πολύ γίνεται.